ζουπίζω

ζουπίζω
-ισα, -ίστηκα, ζουπισμένος, -η, -ο, ζουπάω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζουπίζω — βλ. ζουπώ …   Dictionary of Greek

  • ζουπώ — άω και ζουπίζω ζουλάω, πιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουπίζω < *διοπίζω «βγάζω τον οπό (χυμό)». Ο τ. ζουπώ μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουπίζω (πρβλ. ζουλίζω ζουλώ, σκορπίζω σκορπώ κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • αζούπιστος — και ιχτος και ιγος, η, ο [ζουπίζω] 1. αυτός που δεν ζουπίχτηκε, δεν συμπιέστηκε («σταφύλια αζούπιστα») …   Dictionary of Greek

  • ζουπιστός — ή, ό [ζουπίζω] αυτός που έχει πιεστεί, ο ζουπισμένος …   Dictionary of Greek

  • ζούπισμα — το [ζουπίζω] συμπίεση, σύνθλιψη, ζούληγμα, πατήκωμα …   Dictionary of Greek

  • ζουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούληξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζουπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούπηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζουπάω — και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος 1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι. 2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”